- κατέγνωκας
- καταγιγνώσκωremarkperf ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυστυχία — και δυστυχιά, η (AM δυστυχία) 1. ατυχία, κακοτυχία («πολλὴν γ ἐμοῡ κατέγνωκας δυστυχίαν», Πλάτ.) 2. η κατάσταση τού δυστυχούς, συμφορά, η δυστυχία τών προσφύγων («εἰ δυστυχίας ἀνδρῶν ὀδυροίμην») νεοελλ. 1. δυστύχημα («τόν βρήκαν πολλές… … Dictionary of Greek
καταγιγνώσκω — (AM καταγιγνώσκω και καταγινώσκω) 1. αποφαίνομαι καταδικαστικά για κάποιον, κηρύσσω ένοχο (α. «κατέγνωσαν δειλία στους στρατιώτες» β. «τούτου μὴ καταγινώσκειν φόνον», Λυσ.) 2. επιβάλλω κάτι ως ποινή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες», Θουκ … Dictionary of Greek